escalation$25905$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

escalation$25905$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Escalation Ladder; Escalate; Escalation (disambiguation); Escalation (film); Escalation (1968 film)

escalation      
n. κλιμάκωση

Ορισμός

escalate
(escalates, escalating, escalated)
If a bad situation escalates or if someone or something escalates it, it becomes greater in size, seriousness, or intensity. (JOURNALISM)
Both unions and management fear the dispute could escalate...
The protests escalated into five days of rioting...
Defeat could cause one side or other to escalate the conflict.
VERB: V, V into n, V n
escalation (escalations)
The threat of nuclear escalation remains.
...a sudden escalation of violence.
N-VAR

Βικιπαίδεια

Escalation

Escalation is the process of increasing or rising, derived from the concept of an escalator. Specific uses of the term include:

  • Cost escalation, an increase in the price of goods
  • Conflict escalation, an increase in the intensity of a conflict
  • Escalation of commitment, an aspect of game theory
  • Privilege escalation, a computer security process
  • Technological escalation, a technological version of an arms race